- αγχίθεος
- ἀγχίθεος, -ον (Α)αυτός που βρίσκεται κοντά σε θεό, που μοιάζει με θεό στην ευτυχία, τη δύναμη, ημίθεος, ισόθεος, θεϊκός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + θεός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγχίθεος — near the gods masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχίθεον — ἀγχίθεος near the gods masc/fem acc sg ἀγχίθεος near the gods neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιθέοις — ἀγχίθεος near the gods masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιθέοισιν — ἀγχίθεος near the gods masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιθέου — ἀγχίθεος near the gods masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιθέους — ἀγχίθεος near the gods masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιθέων — ἀγχίθεος near the gods masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιθέῳ — ἀγχίθεος near the gods masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχίθεοι — ἀγχίθεος near the gods masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγχι — ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.) 1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον 2. (για ομοιότητα) όπως, σαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχω. ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ. ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος αρχ. ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος,… … Dictionary of Greek